ζιζάνεμα

ζιζάνεμα
το [ζιζανεύω]
η πράξη και το αποτέλεσμα τού ζιζανεύω*, η διασπορά ζιζανίων, διχονοιών, σκανδάλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”